trek$94349$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

trek$94349$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
TREK; Trek (disambiguation); Treck

trek      
v. ταξιδεύω με βωδάμαξαν, ταξιδεύω βραδέως, μεταναστεύω
thought reader         
  • [[Gilbert Murray]] conducted early telepathy experiments.
  • Zener cards
FICTIONAL/MAGICAL PHENOMENON
Telepath; Telepathic; Telepathy (Star Trek); Telepaths; Telepathically; Telepathetic; Star Trek telepathy; Telepahty; Thought transference; Scientific investigation of telepathy; Techlepathy; Telepethied; Mental telepathy; Telopatherly; Tapping into oneness; Mental Transmission; Telepathic resistance; Creery Sisters; Reading Minds; Telephonesis; Twin telepathy; Mary Creery; Mind-to-mind communication; Thought reader
αυτός που διαβάζει τη σκέψ
thought transference         
  • [[Gilbert Murray]] conducted early telepathy experiments.
  • Zener cards
FICTIONAL/MAGICAL PHENOMENON
Telepath; Telepathic; Telepathy (Star Trek); Telepaths; Telepathically; Telepathetic; Star Trek telepathy; Telepahty; Thought transference; Scientific investigation of telepathy; Techlepathy; Telepethied; Mental telepathy; Telopatherly; Tapping into oneness; Mental Transmission; Telepathic resistance; Creery Sisters; Reading Minds; Telephonesis; Twin telepathy; Mary Creery; Mind-to-mind communication; Thought reader
τηλεπάθεια

Ορισμός

trek
¦ noun a long difficult journey, especially one made on foot.
?S. African a leg or stage of a journey.
¦ verb (treks, trekking, trekked) go on a trek.
?historical, chiefly S. African migrate or journey by ox wagon.
?S. African (of an ox) draw a vehicle or pull a load.
Derivatives
trekker noun
Origin
C19: from S. Afr. Du. trek (n.), trekken (v.) 'pull, travel'.

Βικιπαίδεια

Trek